- κουρά
- I
(Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης απορροής 188.000 τ. χλμ. Διασχίζει την πεδιάδα Μπορτάλα, την άνυδρη στέπα Καραγιάζσκαγια, τη βραχώδη οροσειρά Μποζντάγκ και την πεδιάδα Κούρα Αρέζ. Στις εκβολές του σχηματίζει δέλτα, του οποίου η έκταση είναι περίπου 100 τ. χλμ. Τα νερά του ποταμού, λόγω της λάσπης που παρασύρουν, είναι ιδιαίτερα γόνιμα και χρησιμοποιούνται εντατικά για άρδευση. Στον Κ. και στους παραποτάμους του έχουν χτιστεί αρκετοί υδροηλεκτρικοί σταθμοί. Ο Κ. είναι πλωτός για περίπου 480 χλμ. από τις εκβολές του έως το Εβλάχ και με το ρεύμα του γίνεται μεταφορά ξυλείας μέχρι την Τιφλίδα. Στο δέλτα του γίνεται αλιεία γαλέου, μεγάλου οξυρρύγχου και πέρκας. Στις όχθες του βρίσκονται οι πόλεις Μπορζόμι, Γκόρι, Τιφλίδα, Ρουστάβι, Σαμπιραμπάντ, Αλί Μπαϊραμπλί κ.ά.IIΟρεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 6 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουζακίου.* * *η (ΑM κουρά, Α ιων. τ. κουρή)1. το κούρεμα, το κόψιμο τών μαλλιών («δασύνονται πολλοῑς ἀπογηράσκουσιν οὕτως ὥστε δεῑσθαι κουρᾱς», Αριστοτ.)2. το κούρεμα τού τριχώματος τών αιγοπροβάτων3. το μαλλί, το κουρεμένο τρίχωμα τών αιγοπροβάτωννεοελλ.-μσν.1. ένας από τους τύπους τής τελετής που γίνεται για εκείνους που περιβάλλονται το μοναχικό σχήμα, αλλ. απόκαρσις2. (κατ' επέκτ.) η όλη σχετική τελετήαρχ.1. τομή, κόψιμο, αποκοπή («ὅσα δρυοτομικὴ καὶ κουρὰ ξύμπασα τέμνουσα παρέχει τεκτονικῇ καὶ πλαστικῇ», Πλάτ.)2. (για ζώα που βόσκουν) η βόσκηση τής χλόης μέχρι τη ρίζα («χρήσιμον τὸ τοιοῡτον καὶ πρὸς τὴν σπάσιν τῆς τροφῆς καὶ κουράν», Αριστοτ.)3. τα κομμένα μαλλιά, η κομμένη κόμη («κουρὰν δ' ἰδοῡσα τήνδε κηδείου τριχός», Αισχύλ.)4. η άκρη τής κόψης, το άκρο ενός κοψίματος5. (για ραβδί) το ένα από τα άκρα6. στον πληθ. αἱ κουραίξυλοπέδιλα, τσόκαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρά καθώς και ο τ. κούρος (ΙΙ) ανάγονται σε θ. κορσ- (ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *[s]ker-s «κόβω», πρβλ. κείρω), από το οποίο προήλθαν με αντέκταση (πρβλ. *ἔφθερσα-ἔφθειρα).ΠΑΡ. κουρέας (-εύς)αρχ.κουράς, κούρειον, κουρίας, κουρίζω, κουρικός, κουρίξ, κουρίς, κουριώαρχ.-μσν.κούριμοςμσν.- νεοελλ.κουράδι, κουράζω.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) άκουροςαρχ.αμφίκουρος, εύκουρος, ημίκουρος, ημιονόκουρος, μεσόκουρος, περίκουρος, πρόκουρος, πρωτόκουρος, σκαφιόκουρος, τρίκουρος, φιλόκουρος, ψιλόκουρος].
Dictionary of Greek. 2013.